- πατίνι
- το(λ. γαλλ.)1. τροχοπέδιλο, παγοπέδιλο.2. δίτροχο παιδικό, απλής κατασκευής, παιχνίδι.3. μτφ., ταλαιπωρία· φρ., «Μας έκανε τη ζωή πατίνι», μας ταλαιπώρησε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.