πατίνι

πατίνι
το
(λ. γαλλ.)
1. τροχοπέδιλο, παγοπέδιλο.
2. δίτροχο παιδικό, απλής κατασκευής, παιχνίδι.
3. μτφ., ταλαιπωρία· φρ., «Μας έκανε τη ζωή πατίνι», μας ταλαιπώρησε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πατίνι — το 1. ξύλινο ή μεταλλικό δίτροχο παιχνίδι που μοιάζει με υποτυπώδες ποδήλατο, φέρει δύο μικρούς τροχούς ή ρουλεμάν και ωθείται με το ένα πόδι που πατάει περιοδικά στο έδαφος και σπρώχνει το πατίνι προς τα εμπρός, ενώ το άλλο πόδι πατάει σταθερά… …   Dictionary of Greek

  • τροχοπέδιλο — το, Ν ξύλινο ή μεταλλικό πέδιλο με μικρούς τροχούς, κν. πατίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + πέδιλο. Η λ., στον πληθ. τροχοπέδιλα, μαρτυρείται από το 1893 στο περιοδικό Νέον Πνεύμα] …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • τροχοπέδιλο — το ξύλινο ή μεταλλικό πέδιλο με μικρούς τροχούς, που δένεται στο πόδι των πεδιλοδρόμων, πατίνι, παγοπέδιλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”